Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

считать звзды

  • 1 считать

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. считзняый, βρ: -тэл, -а, -о.
    1. αριθμώ μετρώ•

    считать до десяти μετρώ ως τα δέκα.

    2. μ. λογαριάζω•

    считать деньги μετρώ τα χρήματα•

    считать овец μετρώτα πρόβατα•

    считать на счтах λογαριάζω στο αριθμητήριο•

    считать температуру μετρώ τη θερμοκρασία•

    считать в километрах μετρώ σε χιλιόμετρα.

    || μτφ. (ανα) θυμούμαι, αναλογίζομαι•

    считать обиды αναλογίζομαι τις προσβολές•

    считать зло θυμούμαι το κακό ή την κακία.

    3. υπολογίζω. || θεωρώ, νομίζω, φρονώ• εκλαμβάνω•, что он прав νομίζω ότι αυτός έχει δίκιο•

    его считатьли умершим τον είχαν για πεθαμένο•

    нас за ни кого не -ют μας έχουν (θεωρούν) για τίποτε•

    считать своим долгом θεωρώ καθήκον μου.

    εκφρ.
    считать дни, часы, минуты – μετρώ τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά (περιμένω ανυπόμονα)•
    считать звзды – μετρώ τ αστέρια: α) ονειροπολώ, β) χαζεύω.
    1. μετρώ, λογαριάζω. || λογαριάζομαι, κάνω λογαριασμό με κάποιον. || βρίσκω λογαριασμό•

    считать нельзя να βρω λογαριασμόείναι αδύνατο (για πλήθος αντικειμένων).

    2. λαβαίνω (παίρνω) υπ όψη. || υπολογίζομαι, υπολήπτομαι.
    3. θεωρούμαι, λογίζομαι.
    4. ανήκω, είμαι γραμμένος στη δύναμη•

    я -юсь во втором батальоне ανήκω στο δεύτερο τάγμα.

    5. μετριέμαι, αριθμούμαι• λογαριάζομαι.
    ρ.σ.μ. διαβάζω, συγκρίνω κείμενο•

    считать гранку с рукописью συγκρίνω το δοκίμιο με το χειρόγραφο.

    Большой русско-греческий словарь > считать

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»